- ἀναγομένη
- ἀνάγωlead uppres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναγομένῃ — ἀνάγω lead up pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
κάμπια — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 341 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, 35 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων του νομού Ευβοίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 165 μ … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
υποδενδρούμαι — όομαι, Α γίνομαι ψηλός σαν δένδρο («μαλάχη εἰς ὕψος ἀναγομένη καὶ ὑποδενδρουμένη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρῶ (< δένδρον)] … Dictionary of Greek
Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα … Dictionary of Greek
Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Μπάλντουνγκ, Χανς, ο επιλεγόμενος Γκριν — (Hans Baldung Grien, Βάιρσχαϊμ 1484 – Στρασβούργο 1545). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ανήκε στην ομάδα των Γερμανών ζωγράφων του 16ου αι. που όχι μόνο ήταν άριστοι τεχνίτες, αλλά και εξέφρασαν με την οξύτητα του ύφους τους την πολιτιστική και… … Dictionary of Greek
Φάινινγκερ, Λάιονελ — (Feininger, Νέα Υόρκη 1871 – 1956). Αμερικανός ζωγράφος. Ανήκε σε οικογένεια μουσικών γερμανικής καταγωγής και το 1887 εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη. Η ζωγραφική δραστηριότητά του, που άρχισε το 1907, διαμορφώθηκε μεταξύ του 1909 και του 1913 στο… … Dictionary of Greek